- νεόκτιστος
- νεόκτιστος, -ον1 new founded
φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ P. 4.206
τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. N. 9.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ P. 4.206
τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. N. 9.2Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
νεόκτιστος — newly founded masc nom sg νεόκτιστος newly founded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόκτιστος — και νιόκτιστος και νιόχτιστος, η, ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, η, ον) αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.) μσν. (για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε… … Dictionary of Greek
νεόκτιστον — νεόκτιστος newly founded masc acc sg νεόκτιστος newly founded neut nom/voc/acc sg νεόκτιστος newly founded masc/fem acc sg νεόκτιστος newly founded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκτίστων — νεόκτιστος newly founded fem gen pl νεόκτιστος newly founded masc/neut gen pl νεόκτιστος newly founded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκτίστοις — νεόκτιστος newly founded masc/neut dat pl νεόκτιστος newly founded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκτίστου — νεόκτιστος newly founded masc/neut gen sg νεόκτιστος newly founded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκτίστους — νεόκτιστος newly founded masc acc pl νεόκτιστος newly founded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκτίστῳ — νεόκτιστος newly founded masc/neut dat sg νεόκτιστος newly founded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόκτιστοι — νεόκτιστος newly founded masc nom/voc pl νεόκτιστος newly founded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νέοικος — νέοικος, ον (Α) 1. αυτός που απέκτησε κατοικία πρόσφατα, ο νέος κάτοικος ή ο νέος πολίτης 2. αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος («καὶ ὅν πατέρ Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + οἶκος] … Dictionary of Greek